- ἀπαίδευτοι
- ἀπαίδευτοςuneducatedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ненаказаныи — (62) пр. 1.Невоспитанный, необразованный, невежественный; непросвещенный: отъ ненаказаныхъ молитвъ. и обѣщании ѹдал˫атисѧ. (ἀπαιδεύτων) КЕ XII, 189б; а друзии чада сво˫а бу˫а и ненаказана видѧще худѣ радѧть о нихъ. СбХл XIV, 106 об.; Того ра(д)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Δερτιλής, Γεώργιος — (Αθήνα 1939 –). Νομικός, πολιτικός επιστήμονας και πανεπιστημιακός.Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (δημόσιο δίκαιο και οικονομικές επιστήμες) και ακολούθησε μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Σέφιλντ στη Βρετανία. Το… … Dictionary of Greek